- κρεοπωλείο
- τοχασάπικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεοπωλείο — το (AM κρεοπωλεῑον, Α και κρεοπώλιον) [κρεοπώλης] μέρος όπου πωλείται κρέας, χασάπικο … Dictionary of Greek
κρεατοπουλειό — κρεατοπουλειό, τὸ (Μ) κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + πουλειό (< πωλεῖον με τροπή του ω σε ου , πρβλ. πωλῶ > πουλῶ, καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση), πρβλ. κρασο πουλειό] … Dictionary of Greek
κρεοπώλιον — κρεοπώλιον, τὸ (Α) βλ. κρεοπωλείο … Dictionary of Greek
μάκελλον — μάκελλον, και μάκελον, τὸ (Α) 1. φραγμός, τόπος περιφραγμένος 2. σφαγείο, κρεοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο (πρβλ. εβρ. miklā «φράκτης, μάντρα») είναι αμφίβολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει σημιτική … Dictionary of Greek
μαγειρείο — και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῑον, Α και μαγιρῑον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῑον) [μαγειρεύω] ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα νεοελλ. 1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται… … Dictionary of Greek
μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… … Dictionary of Greek
μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης … Dictionary of Greek
μακελλικός — μακελλικός, ή, όν (AM) [μάκελλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρεοπωλείο ή στον κρεοπώλη, κρεοπωλικός … Dictionary of Greek
τσιγκέλι — και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν 1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού 3. φρ. «με το τσιγκέλι… … Dictionary of Greek
χασάπικος — η, ο, Ν [χασάπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασάπη («χασάπικο μαχαίρι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο χασάπικος είδος χορού που χορεύεται από άντρες και γυναίκες με κράτημα από τους ώμους και με βασικό μοτίβο τρία πλάγια και δύο σταυρωτά… … Dictionary of Greek